- συλλεκτικός
- η , ό[ν]1) коллекционерский; 2) тех коллекторный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συλλεκτικός — ή, ό / συλλεκτικός, ή, όν, ΝΑ [συλλέγω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συλλέκτη νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η συλλεκτική η ενασχόληση τού συλλέκτη 2. φρ. «συλλεκτική και κυνηγετική κοινωνία» (κοινων. ανθρωπολ.) κάθε ανθρώπινη κοινωνία που… … Dictionary of Greek
πολυσυλλεκτικός — ή, ό, Ν αυτός που συλλέγει πρόσωπα ή πράγματα από πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + συλλεκτικός (< συλλέγω)] … Dictionary of Greek